Λιβονός

Λιβονός
ο, θηλ. -ή, και Λιβός, θηλ. -ή
ο κάτοικος τής Λιβονίας ή αυτός που κατάγεται από τη Λιβονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”